"Your thoughts, with my hearts bloody tatters, I'll mock again; Impudent and caustic, I'll jeer to superfluity.."

29.1.12

Εις μνήμην..πολιτική, Θ.Α. (1935-2012)

Εν Μοναστηρίω, 7 Ιανουαρίου 1915
Απόφαση
Έπειτα από καταγγελίαν του Ιβάν Μάλεφσκυ, κρεοπώλου, εις την οικίαν των αδερφών Γιαννάκη και Μίλτου Μανάκη ή Μανάκια, φωτογράφων-κινηματογραφιστών, ανεκαλύφθη υπό ημετέρων οργάνων της στρατιωτικής αστυνομίας ικανή ποσότητα όπλων και εκρηκτικών. Εικάζεται ότι θα εχρησιμοποιούντο εις επιθέσεις και δολιοφθοράς από ομάδα τρομοκρατών-αναρχικών. Το στρατοδικείον κατεδίκασεν εις θάνατον ερήμην τους αδερφούς Γιαννάκη και Μίλτον Μανάκη ή Μανάκια και διέταξε την κατάσχεσιν του φωτογραφικού και κινηματογραφικού υλικού το οποίο ευρέθη εις την οικίαν και το εργαστήριόν των.
(Το βλέμμα του Οδυσσέα, 1995)




Κάπως έτσι, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, μέσα από το βλέμμα ενός ελληνοαμερικάνου Οδυσσέα, συμπύκνωσε τον χωροχρόνο της τέχνης που υπηρέτησε και του σκοπού υπέρ του οποίου ο ίδιος τάχθηκε. Στα χωρικά όρια που θέτουν τα δυο αδέρφια και εκείνος, το παρελθόν και το παρόν φαίνεται να αναδομείται, μέσα από μια ενιαία νομοτελειακή διαδικασία, η οποία όμως, παρά την κριτική που του έχει ασκηθεί, δεν είναι στατική, τυχαία ή αμετάβλητη. Προαναγγέλλοντας τη χρήση αλλά και την αξία των μέσων που θα χρησιμοποιήσει —υλικά ίδια με τους πρώτους βαλκάνιους κινηματογραφιστές—, η ιστορική συνείδηση του Αγγελόπουλου, μέσα από το κάδρο του, γίνεται πρίσμα κάτω από το οποίο αναπαράγεται μια ιστορική εγγραφή με το ίδιο πάντα περιεχόμενο: Στην αιωνιότητα προσθέτει μια ακόμα μέρα, τόσο ανατρεπτική όσο οι σκηνές έντασης που σπάνε τη ματαίωση του αργού και επαναλαμβανόμενου υπόλοιπου χρόνου.

Η μέρα όμως αυτή δεν παύει να παραμένει οδύσσεια, γιατί όσο έντονη κι αν είναι η επιθυμία για μετάβαση, η τελευταία δεν μπορεί να περιοριστεί σε βάθος και διάρκεια ούτε ακόμα και μέσα στην αλληγορία. Eκείνες που επιταχύνουν ή επιβραδύνουν τον ρυθμό της εξέλιξης χωρίς να την αγνοούν ή να την καταργούν είναι η αποφασιστικότητα και η δράση των πρωταγωνιστών, ανοίγοντας έτσι το δράμα προς τα διαλεκτικά κινήματα της Ιστορίας. Εμμονικά αποδομώντας την ανιστορική παραδείσια εικόνα για τον άνθρωπο, στους υπερφίαλους ηγέτες, στους αποτυχημένους κυνηγούς-πολιτικούς που αναρριχώνται μόνο μέσα στον εκχυδαϊσμό και την ωμότητα, στους μαυραγορίτες και τους καταχραστές αντιπαραθέτει το μεγαλείο της αξιοπρέπειας του αγώνα, ανασύροντας την ιστορία του μέσα από τη φτώχεια, την εξορία, τον εμφύλιο, τις φυλακές, την ξενιτιά, τη βία και τον θάνατο. Η διήγηση αυτής της συλλογικής ιστορίας, όπως την αποτύπωσε ο Αγγελόπουλος ερχόμενος σε ρήξη με τους παραδοσιακούς τρόπους Αναπαράστασης αλλά και με την πομπώδη ιστορική συνέχεια, ανακύπτει, διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα στο γίγνεσθαι της κοινωνικής ολότητας και εκδηλώνεται ιδιότυπα στις εκάστοτε εποχές, αίροντας σταδιακά την ομίχλη της απροσδιοριστία της. Παρότι τραγικοί οι φορείς του δομούν μια κοινωνία που κάθε άλλο παρά στεγνή, παραιτημένη ή απομονωμένη είναι. Τα χαρακτηριστικά της, αντίθετα, φτάνουν τελικά να διαπερνούν τα εθνικά σύνορα και να αποκτούν διεθνή χαρακτηριστικά. 

Αν και τα καθοριστικά προτσές δεν αποδεσμεύονται ποτέ από τα συλλογικά-κοινωνικά τους χαρακτηριστικά ούτε αμφισβητούνται, η στοχαστική και διανοητική πρόθεση του δημιουργού συνοδεύεται πάντα από τον τρόπο με τον οποίο βιώνει ο σύγχρονος Αγγελόπουλος τη διάψευση της ιστορίας και την ακόλουθη κατάσταση εκκρεμότητας. Ως κομμάτι της μετέωρης εποχής του, με τις αλλαγμένες συνθήκες μέσα στον καπιταλισμό (ιδιαίτερα μετά το 89, στην τελευταία δεκαετία του αιώνα) αποσύρεται για λίγο στη νεκρή ζώνη ανάμεσα στα σύνορα των νέων κρατών. «Υπάρχουν φορές που πρέπει να σωπαίνει κανείς για αν μπορέσει να ακούσει τη μουσική πίσω από τον θόρυβο της βροχής. Συγγνώμη…» (Μετέωρο βήμα του πελαργού). Η απόσυρση όμως αυτή δεν ματαιώνει τη δράση αλλά, περισσότερο, δραματοποιεί την κατάρρευση των μύθων, την έντονη ανησυχία για το συλλογικό και τη μη συμφιλίωσή με την εγγύτητα στη φρίκη. Στον αιώνα όπου η πρόοδος, ως ιδανικό της Ιστορίας, υποκαταστάθηκε από την απαισιόδοξη παραδοχή της αιώνιας επιστροφής και όπου οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να συμβιώσουν με τον τρόμο του φασισμού, η συμφιλίωση είναι αδύνατη. Γι αυτό, στον Μεγαλέξανδρο, ο Δάσκαλος -σύμβολο της μεταλαμπάδευσης της γνώσης αλλά και της εμπειρίας- αναγνωρίζει την αποτυχία του απέναντι στη βαρβαρότητα της τυραννίας παρότι δεν μετανιώνει που θέλησε, χρησιμοποιώντας την πολιτική πράξη, να προκαλέσει την κοινωνική αλλαγή. «Αν σου μιλάω με παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα. Η φρίκη δεν κουβεντιάζεται, γιατί ’ναι ζωντανή, γιατί ’ναι αμίλητη και προχωράει» λέει στον μικρό Αλέξανδρο ο οποίος, σφυρηλατημένος στην πάλη των ιδεολογιών, αναρωτιέται με τη σειρά του για το μέλλον της Ιστορίας και δεν μπορεί να καταλάβει ποιο είναι το πραγματικό νόημα της καταχρηστικής φιλοδοξίας. Όπως και τα παιδιά του Τοπίου στην Ομίχλη, με διαταραγμένη την αθωότητά του και μη βρίσκοντας απαντήσεις στον περίγυρό του, εγκαταλείπει κι εκείνος τον τελετουργικά τραγικό χώρο της χαμένης επανάστασης, για να χαθεί στην "ανεπτυγμένη" πόλη. Η αναζήτηση των απαντήσεων που δεν δόθηκαν από την αρχή του αιώνα, αναζητούνται στον σύγχρονο κόσμο, όταν τα διάφορα ιδανικά αλλαγής μετατράπηκαν σε περιπλανώμενα πτώματα-ερείπια. Όμως ούτε στην πόλη βρίσκεται η Ιθάκη: «Θα ’θελα να μείνω, όμως δε μπορώ. Πρέπει να συνεχίσω. Oνειρευόμουν ότι εδώ θα ήταν το τέλος του ταξιδιού. Αλλά, δεν είναι περίεργο; Έτσι δε γίνεται πάντα; Το τέλος μου δεν είναι παρά η αρχή μου» λέει ο Οδυσσέας, διατυπώνοντας τον ορίζοντα του ταξιδιού της σύνθεσης, ανοίγοντας μια σεκάνς ενός μαζικά συγκρουσιακού παρόντος. 

Επιστρέφοντας σκόπιμα, μετά από όλα αυτά, στην κριτική που του ασκήθηκε θα τη βρούμε δέσμια της σύγχρονης συγκυρίας και, βαθιά ριζωμένη στο παρόν, να αναδεικνύει το "βασανιστικό" κομμάτι της αργοπορίας στην αλλαγή των απογυμνωμένων από τις κοινωνικές τους ρίζες γεγονότων, ορίζοντάς τα ευαγγελικά, ως τετελεσμένο πεπρωμένο. Απώτερος σκοπός, κατασταλτικός εκ προοιμίου, γίνεται πλέον κατανοητό ότι δεν είναι άλλος από την σταδιακή απώλεια της προοπτική της ανάπτυξής έστω ενός μέρους της κοινωνίας. Τυφλό στη θέα του απώτερου μέλλοντος, το κομμάτι αυτό αντιλαμβάνεται κάθε προώθηση της ανάπτυξης ως αδιέξοδο, αφού η περιγραφή έχει συνδεθεί με τον φόβο της επιστροφή σε ένα κουρελιασμένο παρελθόν. Η παραχαραγμένη αυτή συνείδηση, σαν σκοτεινός θάλαμος διαιωνίζει μιαν αντεστραμμένη εικόνα για την ιστορία που διηγείται ο Αγγελόπουλος. Ο ίδιος φαίνεται να το γνωρίζει. Ίσως, η σκοπιμότητα που αναγνωρίζεται πίσω από την κριτική να είναι κι εκείνη που αρχικά τον οδήγησε να αποτυπώσει τον χρόνο της ιστορικής πραγματικότητας με μια κινηματογραφική μακρά διάρκεια. Στην αντίληψή του για την αντίδραση σε αυτή του την επιλογή, πρέπει ίσως να αναζητηθεί η αλληγορία της σκηνής της σύλληψης και του εκτελεστικού αποσπάσματος, παράλληλου για τις δυο μακρινές γενιές κινηματογραφιστών λίγο μετά την ανάγνωση της απόφασης όπως την αναφέρουμε παραπάνω.

Η συνισταμένη όμως των δυνάμεων που ασκούνται στο κοινωνικό σώμα, ισούται με τον ρυθμό μεταβολής της ορμής του και η φυσική δεν είναι η μόνη που μπορεί να μας το αποδείξει. Ο θάνατος του Θ. Αγγελόπουλου συνέπεσε χρονικά με τον θάνατο ενός μεγάλου θεωρητικού, του ιδρυτή της διεθνούς σχολής "Λογική της Ιστορίας", Β.Α. Βαζιούλιν. Η χρονική αυτή σύμπτωση μας υπενθυμίζει πως η νομοτελειακή ανάπτυξη και/ή η μεταβολή αποδεικνύεται και με θεωρητικά μέσα, επαναφέροντας στη μνήμη μας την κοινή σχηματική αναπαράσταση του στόχου και από τους δύο άντρες: Ο Βαζιούλιν γράφει "Η πορεία που έχει διανύσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της —αν ληφθούν υπόψη οι παλινωδίες, οι παύσεις και οι διαφορετικές γραμμές της ανάπτυξης— μπορεί να συγκριθεί με ένα δέντρο, με τον κορμό του, τα κλαδιά και τα φύλλα του.. Αν διακρίνουμε όμως τη νομοτελειακή, τη βασική πορεία της ιστορίας, τότε θα μπορούσε να παρομοιασθεί με σπείρα της έλικας, και η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα κάπου κοντά στο τέλος αυτής της σπείρας. Πιστεύω ότι ωρίμασαν (είτε ωριμάζουν) ιστορικά οι συνθήκες για μια βαθύτερη κατανόηση αυτής της σπείρας της ελικοειδούς ανάπτυξης της ανθρώπινης ιστορίας. Μία είναι κατά τη γνώμη μου η εναλλακτική λύση που απορρέει από τη νομοτελειακή αυτή πορεία: είτε ο θάνατος της ανθρωπότητας, είτε σε τελευταία ανάλυση, η αυθεντική ενοποίηση της ανθρωπότητας και η συνειδητή διεύθυνση των κοινωνικών δυνάμεων". Αναφέροντας μόνο την εικόνα του δέντρου στο τέλος του ομιχλώδη ορίζοντα του Τοπίου στην Ομίχλη, θα υπενθυμίσουμε ένα ακόμα κομμάτι του τελικού σταδίο του ταξιδιού της σύνθεσης όπως την αποτύπωσε ο Αγγελόπουλος, μέσα από τα λόγια του ταξιτζή Θ. Βέγγου, στο οποίο η "σιωπηλή φρίκη" του Μεγαλέξανδρου γίνεται, χρόνια μετά, εκκοφαντικός θόρυβος:  "Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σα λαός. Κάναμε τον κύκλο μας ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα και πεθαίνουμε..Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο.."

Όσοι δεν θα αρκεστούν στον ρόλο του απλού θεατή στο προκαθορισμένο γίγνεσθαι και τις αδιέξοδες προοπτικές της εποχής της στείρας μελαγχολίας, ας ξαναδουν πώς οι τραγικές συγκυρίες μπορούν να επιβεβαιώσουν την εγγύτητα στο τελευταίο τμήμα της έλικος της ιστορίας. Στο στάδιο της άρνησης της άρνησης της προγενέστερης Μεγάλης ιστορίας, στο οποίο ο Χρόνος είμαστε εμείς. 

l1gk για τα Βαλκανικά ΚαταΣτρώματα
28. Ι. 2012





No comments: